- Φρεατ(τ)ώ
- -οῦς, και Φρεαττύς, -ύος, ἡ, Αδικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι τους στην χώρα, γι' αυτό και τούς κρατούσαν σε λέμβο στην παραλία, ενώ οι δικαστές τούς δίκαζαν από την ξηρά.[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. φειδώ). Ο τ. Φρεαττύς με κατάλ. –ύς(πρβλ. ἀχλ-ύς)].
Dictionary of Greek. 2013.