Φρεατ(τ)ώ

Φρεατ(τ)ώ
-οῦς, και Φρεαττύς, -ύος, ἡ, Α
δικαστήριο στον Πειραιά, όπου δίκαζαν εκείνους που είχαν εξοριστεί για ακούσιο φόνο και βαρύνονταν συγχρόνως με την κατηγορία διάπραξης δεύτερου, εκούσιου φόνου και οι οποίοι δεν είχαν το δικαίωμα να πατήσουν το πόδι τους στην χώρα, γι' αυτό και τούς κρατούσαν σε λέμβο στην παραλία, ενώ οι δικαστές τούς δίκαζαν από την ξηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φρέαρ, -ατος + κατάλ. -ώ τών θηλ. (πρβλ. φειδώ). Ο τ. Φρεαττύς με κατάλ. –ύς
(πρβλ. ἀχλ-ύς)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • φρέατ' — φρέατα , φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc pl φρέατι , φρέαρ an artificial well neut dat sg φρέατε , φρέαρ an artificial well neut nom/voc/acc dual …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ταφρορύκτης — ο, ΝΜ αυτός που ανοίγει τάφρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < τάφρος + ὀρύκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • τοιχορύκτης — και τοιχωρύκτης, ὁ, Α τοιχωρύχος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τοῖχος + ὀρυκτης (< ὀρύσσω «σκάβω»), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • χρυσορύκτης — ὁ, ΜΑ αυτός που εξάγει από τη γη χρυσό. [ΕΤΥΜΟΛ. < χρυσ(ο) * + ὀρυκτης (< ὀρύσσω), πρβλ. φρεατ ορύκτης] …   Dictionary of Greek

  • ψυκτηρίας — ὁ, Μ είδος ποτηριού, ψυκτήρ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψυκτήρ + κατάλ. ίας (πρβλ. φρεατ ίας)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”